τετραμερῆ

τετραμερῆ
τετραμερής
quadripartite
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
τετραμερής
quadripartite
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
τετραμερής
quadripartite
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐδες — (Proteaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που ευδοκιμούν στις ξηρές περιοχές του νοτίου ημισφαιρίου. Η οικογένεια αριθμεί 1.100 είδη, που ζουν στην Αυστραλία (720), στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία (262) στη Νέα Καληδονία (27), στην ανατολική… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • τετραμερής — ές, ΝΑ αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη νεοελλ. φρ. «τετραμερή άνθη» βοτ. άνθη τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά τέσσερα, ή πολλαπλάσια τού τέσσερα, μόρια. επίρρ... τετραμερῶς ΜΑ σε τέσσερα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • κομβολβουλίδες ή κονβολβουλίδες — (convolvulaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει περίπου 85 γένη θαμνωδών ή ποωδών φυτών, που χαρακτηρίζονται από λεπτούς, έρποντες ή αναρριχώμενους βλαστούς και απλά, ορισμένες φορές λοβωτά, κατ’ εναλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • Σοκολόφσκι, Βασίλι Ντανίλοβιτς — Ρώσος στρατάρχης (1897 1968). Χρημάτισε υπολοχαγός στον τσαρικό στρατό και το 1931 προσχώρησε στο Κομμουνιστικό κόμμα. Υπήρξε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της περιοχής της Μόσχας και με την ιδιότητά του αυτή, συντέλεσε στην ανακατάληψη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”